- εμποτίζω
- μετ. прям. , перен. пропитывать, насыщать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμποτίζω — εμποτίζω, εμπότισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμποτίζω — 1. κάνω κάτι διάβροχο με υγρό, μουσκεύω, διαβρέχω 2. μτφ. εμπνέω σε κάποιον ιδέες ή συναισθήματα … Dictionary of Greek
εμποτίζω — εμπότισα, εμποτίστηκα, εμποτισμένος, μτβ. 1. βρέχω κάτι σε όλη τη μάζα του, το διαποτίζω, το καταμουσκεύω. 2. μτφ., βάζω σε κάποιον ιδέες, συναισθήματα, γνώσεις: Εμποτισμένος από τη θρησκεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… … Dictionary of Greek
αφιονίζω — [αφιόνι] 1. ναρκώνω κάποιον με αφιόνι 2. μτφ. α) αποπλανώ, εξαπατώ β) εμποτίζω κάποιον με ορισμένες ιδέες, φανατίζω … Dictionary of Greek
εμπότιση — η η ενέργεια τού εμποτίζω, η διαπότιση, το μούσκεμα … Dictionary of Greek
εμπότισμα — το 1. το αποτέλεσμα τού εμποτίζω, διαπότιση, μούσκεμα 2. το υγρό που διεισδύει και εμποτίζει ένα σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
καθυγραίνω — (AM καθυγραίνω) [κάθυγρος] υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.) μσν. μέσ. καθυγραίνομαι σβήνω τη δίψα κάποιου αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ,… … Dictionary of Greek
νικοτινίζω — [νικοτίνη] εμποτίζω με νικοτίνη, δηλητηριάζω με νικοτίνη … Dictionary of Greek
προεμβρέχω — Α [ἐμβρέχω] εμβρέχω, εμποτίζω προηγουμένως … Dictionary of Greek